Προτού αναφερθούμε στα αποτελέσματα των stress tests, θα πρέπει να εξετάσουμε την μεθοδολογία τους.
Για το 2011, τα μεγέθη διαμορφώνονται στο -2,6%, 14,1% και 2,1%.
Το δεύτερο σενάριο, το οποίο αποκαλείται δυσμενές, περιέχει πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για τα μακροοικονομικά μεγέθη. Έτσι, υπό αυτό το σενάριο, το ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2010 τοποθετείται στο -4,6%, η ανεργία στο 11,8% και ο δείκτης τιμών καταναλωτή στο 1,4%. Για το 2011, τα μεγέθη είναι -4,3%, η ανεργία στο 14,8% και ο δείκτης τιμών καταναλωτή στο 2,1%.
Τέλος, το τρίτο σενάριο βασίζονταν στα μακροοικονομικά μεγέθη του δεύτερου και συμπεριελάμβανε ένα σοκ στο δημόσιο χρέος, δηλαδή πτώση της αξίας των ομολόγων. Για τα ελληνικά πενταετή ομόλογα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο αναφορά, υπήρχε haircut 23,1%. Για τα Πορτογαλικά το haircut ήταν 14,1% και για Ισπανικά 12%. Για τα γερμανικά, το haircut ήταν 4,7%.
Ως προς τις γενικές μακροοικνομικές συνθήκες, το δυσμενές σενάριο προέβλεπε:
- 3% απόκλιση κατά μέσο όρο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη της τάξης του 1% του ΑΕΠ για το 2010 και 2% το 2011
- 6% αύξηση της ανεργίας
- 6% τοις εκατό αύξηση των επιτοκίων στις αγορές
- Αστάθεια στις συναλλαγματικές αγορές
- Πτώση στη λογιστική αξία των τραπεζών 20% το 2010 και 20% το 2011 (σωρευτικό αποτέλεσμα 36%) και υποβάθμιση των αξιολογήσεων των τιτλοποιημένων συμμετοχών κατά τέσσερις βαθμίδες
- Διακυμάνσεις των τιμών κατοικιών και αντίστοιχες ζημιές τραπεζών από στεγαστικά δάνεια (για την Ελλάδα ορίστηκαν στο 37%).
- Ανεργία 11% στις ΗΠΑ
Σενάριο για κρατικό χρέος:
-Δεν εφαρμόζεται πρόβλεψη για αθέτηση πληρωμών (default)
-Ως σημείο εκκίνησης λαμβάνονται οι τιμές στα τέλη του 2009
-Επιβάλλεται haircut σε όλα τα κυβερνητικά ομόλογα της Ε.Ε.
-Το haircut εφαρμόζεται μόνο στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading books)
Σχετικά με την χρησιμότητα των stress tests, ενδεικτικό είναι το άρθρο της "Καθημερινής":
"Τα τεστ κοπώσεως στις τράπεζες
Tων Κων/νου Ζοπουνιδη*, Μιχαλη Δουμπου**
Παρότι οι συνεχιζόμενες αναταράξεις που προκαλεί η διεθνής οικονομική κρίση δεν έχουν επιτρέψει ακόμα την πλήρη ανάλυση όλων των παραγόντων που την τροφοδότησαν, είναι γενικά αποδεκτό ότι σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η έλλειψη επαρκούς ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε θέματα σχετικά με τις επενδυτικές τους πρακτικές και τις διαδικασίες εκτίμησης και διαχείρισης των χρηματοοικονομικών κινδύνων. Η διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων είναι ένα σύνθετο πεδίο το οποίο έχει παρουσιάσει ραγδαία εξέλιξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κύριος στόχος είναι η πραγματοποίηση ποσοτικών εκτιμήσεων για τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη μια τράπεζα, η ανάπτυξη μέτρων αντιστάθμισης των κινδύνων, και ο προσδιορισμός των κεφαλαιακών αναγκών.
Οταν η αγορά λειτουργεί σε κανονικές συνθήκες, η πραγματοποίηση βραχυπρόθεσμων προβλέψεων μπορεί να πραγματοποιηθεί με ικανοποιητική ακρίβεια. Στην περίπτωση αυτή, έχει γενικά επικρατήσει η χρήση στατιστικών μέτρων κινδύνου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκτίμηση της μέγιστης αναμενόμενης ζημίας σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με προκαθορισμένο επίπεδο εμπιστοσύνης. Εκτιμήσεις όμως τέτοιας μορφής δεν παρέχουν καμία πληροφορία για το μέγεθος των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η εμφάνιση ενός μη αναμενόμενου ακραίου αρνητικού γεγονότος. Την πληροφορία αυτή παρέχει η ανάλυση σεναρίων ακραίων καταστάσεων, η οποία έχει γίνει πλέον γνωστή με τον όρο «stress testing». Ως ακραίες καταστάσεις αναφέρονται εφικτά ενδεχόμενα τα οποία έχουν όμως μικρή πιθανότητα εμφάνισης.
Η επιτυχία μιας ανάλυσης σεναρίων ακραίων καταστάσεων προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τον εντοπισμό των κύριων παραγόντων κινδύνου. Σημαντική έμφαση δίνεται στη διαμόρφωση σεναρίων τα οποία συνδυάζουν ταυτόχρονες μεταβολές των παραγόντων κινδύνου. Σε κάθε σενάριο που θα διαμορφωθεί, θα πρέπει να γίνει μια ποσοτική αξιολόγηση της επίδρασης που θα έχει η εμφάνιση του αντίστοιχου ακραίου ενδεχομένου στην κατάσταση του χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
Η ανάλυση ακραίων καταστάσεων παρέχει εκτιμήσεις για την έκθεση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε διάφορες μορφές χρηματοοικονομικών κινδύνων. Στην περίπτωση όμως όπου ένα ακραίο σενάριο γίνει πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσουν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και η αγορά γενικότερα, καθώς και οι δράσεις που θα αναλάβουν οι φορείς λήψης αποφάσεων και οι εποπτικές αρχές, θα καθορίσουν σε σημαντικό ρόλο το τελικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, η διεθνοποίηση των αγορών καθιστά δύσκολη την ακριβή εκτίμηση των αποτελεσμάτων που θα έχει η αλληλεπίδραση των αγορών σε περιόδους κρίσεων. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η ανάλυση ακραίων καταστάσεων απλά παρέχει εκτιμήσεις και ενδείξεις των πιθανών προβλημάτων που μπορούν να εμφανιστούν. Η ορθή ερμηνεία των αποτελεσμάτων τέτοιων αναλύσεων σε τεχνικό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο λήψης μέτρων πολιτικής, μπορεί όμως να αποτελέσει ένα πρώτο σημαντικό βήμα στη βελτίωση του εποπτικού πλαισίου και την ενίσχυση των διαδικασιών ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να επιτευχθεί βέβαια αυτό, θα πρέπει οι αναλύσεις ακραίων καταστάσεων να πραγματοποιούνται συστηματικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσα σε ένα ενιαίο ολοκληρωμένο διεθνές πλαίσιο ελέγχου και ενεργούς εποπτείας.
*Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Διευθυντής Εργαστηρίου Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης
**Επίκουρος Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης"
Αποτελέσματα stress tests
Με επιτυχία πέρασαν τα ευρωπαϊκά «stress tests» οι 5 ελληνικές και οι 2 κυπριακές τράπεζες, ενώ η Αγροτική υστερεί στο ακραίο δυσμενές σενάριο και καλείται εντός διμήνου να προτείνει σχέδιο αντιμετώπισης.
Η άσκηση προσομοίωσης για τις ελληνικές τράπεζες δίνει την πρωτιά στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο με ποσοστά από 17% στο βασικό και 10,1% στο ακραίο σενάριο, καθιστώντάς το ένα από τα πιο ευαγή πιστωτικά ιδρύματα, λόγω υψηλών αποθεματικών.
Μικρό πρόβλημα προέκυψε για την Αγροτική, η οποία πρέπει να παρουσιάσει «σχέδιο αντιμετώπισης» στην περίπτωση που επαληθευτεί το ακραίο σενάριο, δηλαδή σε μια εντονότερη ύφεση φέτος ή του χρόνου, το οποίο μπορεί να συμβεί μια φορά στα 20 χρόνια. Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να ξεπεράσει τα 250 εκατ. ευρώ.
Ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου μίλησε για «θετικά αποτελέσματα» και δήλωσε χθες το βράδυ ότι η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να ενισχύσει τη φερεγγυότητα της ΑΤΕ. Κι αυτό είναι εφικτό μέσω του προγράμματος επανακεφαλαιοποίησης όπου έχει υπόλοιπο 1,2 δισ. ευρώ (αρχικά 5 δισ. ευρώ), που λήγει τέλη του έτους και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που διαθέτει 10 δισ. ευρώ.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση κατάρρευσης της αγοράς ομολόγων βάσει του ακραίου σεναρίου, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν ζημιές 6.282 εκατ. ευρώ (το υψηλότερο 1.531 εκατ. η Εθνική) και οι κυπριακές 735 εκατ. ευρώ.
Από τις υπόλοιπες 83 ευρωπαϊκές τράπεζες μόνο 6 δεν ανταποκρίθηκαν στα τεστ. Σημαντική, αλλά αναμενόμενη, ήταν η αποτυχία της γερμανικής Hypo Real Estate που είχε διασωθεί από χρεοκοπία χάρη στην παρέμβαση του Δημοσίου στο οποίο ανήκει σήμερα. Οι υπόλοιπες 5 «κομμένες» περιφερειακές αποταμιευτικές της Ισπανίας είναι: οι Caixa Catalunya, Caixa Tarragona, Caixa Manresa, Caja Duero, Espana, Caixa Sabadell, Terrassa, Manleu.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), οι 7 τράπεζες που απέτυχαν στα τεστ πρέπει να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια κατά 3,5 δισ. ευρώ. Ποσό ελάχιστο αν σκεφτεί κανείς ότι αρκετές εκτιμήσεις στις αρχές της εβδομάδας μιλούσαν για 75 και 95 δισ. ευρώ.
Αναλυτικά, διαβάζουμε στην "Καθημερινή":
"ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Με επίδοση 7,4% η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, ξεπέρασε με άνεση το κρίσιμο όριο του 6%. Σημειώνεται ότι η ΕΤΕ έκανε περιορισμένη χρήση της κρατικής βοήθειας κεφαλαιακής ενίσχυσης, εκδίδοντας προνομιούχες μετοχές 350 εκατ. ευρώ. Η επίπτωση των υποθέσεων του δυσμενούς σεναρίου διαμορφώνει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 σε 9,6% το 2011 (από 11,3% στο τέλος του 2009), ενώ προκύπτει πρόσθετη ζημία 2,2 ποσοστιαίων μονάδων, λαμβάνοντας υπόψη τον δημοσιονομικό κίνδυνο των ευρωπαϊκών χωρών. Χθες η ΕΤΕ ανακοίνωσε τη διάθεση ομολογιακής έκδοσης ύψους 450 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που ενισχύει τον δείκτη βασικών κεφαλαίων κατά 34 μονάδες βάσης και ο δείκτης Συνολικών Ιδίων Κεφαλαίων (Total Capital ratio) ενισχύεται κατά 66 μονάδες βάσης.
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ
Eμφάνισε την καλύτερη επίδοση μεταξύ των έξι ελληνικών τραπεζών που πήραν μέρος στο πανευρωπαϊκό τεστ κοπώσεως στο δυσμενέστερο σενάριο. Ειδικότερα η επίπτωση του δυσμενούς σεναρίου διαμορφώνει τον εκτιμώμενο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 σε ενοποιημένη βάση στο 15% για το 2011, έναντι 17,1% στο τέλος του 2009. Επιπρόσθεστη επίπτωση (δυσμενέστερο σενάριο) της τάσης των 4,9 ποσοστιαίων μονάδων προκύπτει από την εφαρμογή του δυσμενέστερου σεναρίου που λαμβάνει υπόψη τον δημοσιονομικό κίνδυνο ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα ο εκτιμώμενος δείκτης Tier 1 να διαμορφώνεται στο 10,1% στο τέλος του 2011, συγκριτικά με το ελάχιστο εποπτικό όριο του 4%. Το αποτέλεσμα της άσκησης υποδηλώνουν απόθεμα 285,44 εκατ. ευρώ επί των κεφαλαίων Tier 1, σε σχέση με το όριο του 6% του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1, όπως ορίστηκε αποκλειστικά για τους σκοπούς της άσκησης. Με αφορμή τα αποτελέσματα των stress tests, ο πρόεδρος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, κ. Κλέων Παπαδόπουλος, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «οι επιδόσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στα τεστ αντοχής, όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επιβεβαιώνουν ότι η Τράπεζα έχει την ικανότητα να στηρίξει την οικονομία παραμένοντας σταθερά δίπλα στους πολίτες, από θέση ισχύος».
EUROBANK EFG
Με τον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων να διαμορφώνεται στο 8,17% η τράπεζα, επίσης, πέρασε με επιτυχία την άσκηση, καταγράφοντας την τρίτη καλύτερη επίδοση μεταξύ των έξι ελληνικών τραπεζών. Η επίπτωση των υποθέσεων του δυσμενούς σεναρίου διαμορφώνει τον δείκτη Tier 1 στο 10,2% στο τέλος του 2011 έναντι 11,2% στο τέλος του 2009. Επιπρόσθετη επίπτωση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες προκύπτει από την εφαρμογή του δυσμενούς σεναρίου που λαμβάνει υπόψη τον δημοσιονομικό κίνδυνο των ευρωπαϊκών χωρών. Το τελικό αποτέλεσμα για την τράπεζα διαμορφώνεται στο 8,17% όταν το όριο για την άσκηση ήταν στο 6%, ενώ το ελάχιστο εποπτικό όριο βρίσκεται στο 4%.
ALPHA BANK
Με δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων tier 1 στο 8,2% η Alpha Bank ξεπέρασε τη δοκιμασία της ευρωπαϊκής άσκησης, καταγράφοντας τη δεύτερη καλύτερη επίδοση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, ξεπερνώντας οριακά την Eurobank. Η επίπτωση των υποθέσεων του δυσμενούς σεναρίου διαμορφώνει τον εκτιμώμενο δείκτη στο 10,9% το 2011 έναντι 11,6% στο τέλος του 2009. Επιπρόσθετη επίπτωση της τάξης των 2,7 ποσοστιαίων μονάδων προκύπτει από την ενσωμάτωση του δυσμενούς σεναρίου για τον δημοσιονομικό κίνδυνο των ευρωπαϊκών χωρών.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Πέρασε στον... πόντο και η Τράπεζα Πειραιώς το όριο του ακραίου δυσμενούς σεναρίου. Στο ακραίο δυσμενές σενάριο ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1, σε ενοποιημένη βάση για το 2011, υπολογίστηκε στο 6%, στο βασικό σενάριο η Τράπεζα Πειραιώς πήρε 10,9%, και στο δυσμενές σενάριο εκτιμήθηκε σε 8,3%. Ωστόσο, σύμφωνα με την τράπεζα στο ακραίο σενάριο, ο δείκτης Τier 1 του Ομίλου Πειραιώς διαμορφώνεται στο 6,4% εάν ληφθεί υπόψη ότι το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στις 30/06/2010 μειώθηκε σημαντικά και συγκεκριμένα στα 0,1 δισ. ευρώ, έναντι 1,1 δισ. ευρώ. Διευκρινίζεται ότι η άσκηση αυτή περιλαμβάνει ένα βασικό (αναμενόμενο, πιθανό), ένα δυσμενές (ιδιαίτερα αντίξοο) και ένα ακραία δυσμενές σενάριο (το εξαιρετικά αντίξοο).
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Δεν πέρασε τα τεστ αντοχής των τραπεζών η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Η άσκηση υποδηλώνει έλλειμμα ύψους 242,6 εκατ. ευρώ και η διοίκησή της συζήτησε διεξοδικά με την Τράπεζα της Ελλάδος τα αποτελέσματα της άσκησης και συμφωνήθηκαν η ATEbank να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να υπερκαλύψει τις μελλοντικές ανάγκες κεφαλαιακής επάρκειας. Επίσης, η Τράπεζα θα προχωρήσει σε σταδιακή απεμπλοκή από συμμετοχές σε εταιρείες χρηματοπιστωτικού τομέα που κατέχει και θα προβεί σε κινήσεις μείωσης του λειτουργικού κόστους και αύξησης των πηγών εσόδων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του stress test, η επίπτωση των υποθέσεων του δυσμενούς σεναρίου διαμορφώνει τον εκτιμώμενο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 (σε ενοποιημένη βάση) σε 8,9% το 2011 έναντι 8,4% στο τέλος του 2009. Επιπρόσθετη επίπτωση της τάξης των 4,54 ποσοστιαίων μονάδων προκύπτει από την εφαρμογή του δυσμενούς σεναρίου που λαμβάνει υπόψη τον δημοσιονομικό κίνδυνο των ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα ο εκτιμώμενος δείκτης Tier 1 να διαμορφώνεται στο 4,36% στο τέλος του 2011, συγκριτικά με τον ελάχιστο εποπτικό όριο του 4%".
"Επιφυλάξεις γεννά η δεύτερη ανάγνωση στις αγορές
Η αντίδραση των ανώτερων αξιωματούχων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και κοινοτικών οργάνων στα stress test ήταν πανηγυρική. Σε κοινή τους ανακοίνωση, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτών Τραπεζών (CEBS) υποστηρίζουν ότι «τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ και αποτελούν σημαντικό βήμα στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην αγορά». Θετική, αλλά σε σαφώς χαμηλότερους τόνους ήταν και η πρώτη αντίδραση των επενδυτών, με το ευρώ να ενισχύεται οριακά (στα 1,29 δολάρια).
Εκείνοι που υποδέχτηκαν περισσότερο αρνητικά τα αποτελέσματα ήταν οι αναλυτές και ο διεθνής Τύπος. Παντού αμφισβητείται η αξιοπιστία των τεστ, κάτι που είχε συμβεί και στην περίπτωση των αντίστοιχων ελέγχων στις ΗΠΑ (πέρσι το καλοκαίρι) αλλά όχι με τέτοια ένταση. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλλε, βέβαια, η αντικειμενική αδυναμία της ΕΕ να λειτουργήσει ως ενιαίος κρατικός μηχανισμός (όπως οι ΗΠΑ) αλλά φαίνεται ότι υπήρξε και ατολμία.
Ομόλογα
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος ελέγχου των αντοχών που έχει κάθε τράπεζα απέναντι σε ένα σοκ στην αγορά ομολόγων. Ως σημείο αναφοράς λαμβάνονται οι τιμές των ομολόγων στα τέλη του 2009 και επί αυτής υπολογίζεται κάποιο ποσοστό απωλειών, που διαφέρει από κράτος σε κράτος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, η τιμή των 5ετών ομολόγων τον Δεκέμβριο ήταν κοντά στις 100 μονάδες, επί των οποίων υπολογίσθηκαν απώλειες 23%. Η τιμή που προέκυψε, όμως, (77 μονάδες) είναι πολύ κοντά σε αυτή που ήδη ισχύει στην αγορά (81 μονάδες) και άρα δεν λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενο περαιτέρω επιδείνωσης.
Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι οι όποιες επιπτώσεις υπολογίζονται για το (σχετικά μικρό) κομμάτι των ομολόγων που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους για να τα εμπορευτούν (χαρτοφυλάκιο συναλλαγών) αλλά όχι για τα (σαφώς περισσότερα) ομόλογα που σχεδιάζουν να διατηρήσουν μέχρι την λήξη τους (τραπεζικό χαρτοφυλάκιο). Αυτά θα πλήττονταν μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής, δηλαδή χρεοκοπίας. Οι Ευρωπαϊκές Αρχές επέλεξαν να μην υιοθετήσουν ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης χρέους στα σενάρια των ελέγχων κι έτσι ουσιαστικά εξαίρεσαν από αυτούς τη συντριπτική πλειοψηφία των ομολόγων που διαθέτουν οι τράπεζες.
Ερωτηματικά δημιουργεί και η ελλιπής δημοσιοποίηση στοιχείων από κάποιες τράπεζες. Για παράδειγμα η Deutsche Bank αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τη διάρθρωση του ομολογιακού χαρτοφυλακίου της. Οι περισσότερες τράπεζες, πάντως, το έπραξαν, αποκαλύπτοντας ότι μεταξύ των ξένων τραπεζών τα περισσότερα ελληνικά ομόλογα κατέχει η BNP Paribas (4,9 δισ. ευρώ), η Commerzbank (2,9 δισ. ευρώ), η HSBC (1,5 δισ. ευρώ), η μεγαλύτερη Landesbank (LWWB ? 1,39 δισ. ευρώ) και η Unicredit (800 εκατ. ευρώ)".
Για τις εν λόγω αμφισβητήσεις των αποτελεσμάτων των stress tests και το άρθρο της Ελευθερίας Κούρταλη στο "Κέρδος":
"Stress test: Κάποιο… λάκκο έχει η… φάβα; Mα τόσο λάθος έκαναν οι ειδικοί;
Goldman Sachs, Societe Generale, Deutsche Bank, Nomura, Credit Suisse, Barclays, UBS, JP Morgan, όλα μα όλα τα "μεγάλα" επενδυτικά σπίτια έκαναν λάθος στις εκτιμήσεις τους για την ανάγκη νέων κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών που θα... διαπίστωναν τα stress tests. Μα είναι δυνατόν; Και όχι απλά έπεσαν έξω, αλλά τα νούμερα που υπολόγιζαν ήταν δεκάδες δισ. μακριά από την "αλήθεια" που ανακοίνωσε την Παρασκευή η CEBS. Όπως έχει υπολογίσει η Barclays το σύνολο άγγιξε τα 85 δισ. ευρώ, με τις ισπανικές cajas να χρειάζονται 36 δισ. ευρώ, οι γερμανικές Landesbanks 34 δισ. ευρώ και οι ελληνικές 8,6 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους traders αυτό το γεγονός δείχνει, όχι ότι οι διεθνείς οίκοι δεν ξέρουν να μετρούν, το αντίθετο, ξέρουν και πολύ καλά μάλιστα. Όπως λένε, τα stress tests είχαν σχεδιαστεί να γίνουν με τέτοιο τρόπο, ώστε οι περισσότερες τράπεζες να τα περάσουν. Και το συμπέρασμα των 3,5 δισ. ευρώ αποδεικνύει περίτρανα πως, τελικά, τα stress tests δεν ήταν καθόλου αυστηρά όσο η CEBS ήθελε να "περάσει" ότι ήταν.
Την Παρασκευή το απόγευμα λοιπόν, μάθαμε πως επτά τράπεζες "έμειναν" μετεξεταστέες και πως οι συνολικές ανάγκες κεφαλαίων των τραπεζών είναι μόλις 3,5 δισ. ευρώ (4,5 δισ. δολάρια). Αξίζει να θυμίσουμε πως στα… αντίστοιχα αμερικάνικα stress tests to 2009, είχε διαπιστωθεί πως 10 τράπεζες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των Bank of America και Citigroup, χρειάζονται 74,6 δισ. δολάρια.
Έχουμε και λέμε λοιπόν: οι τράπεζες της Ευρώπης χρειάζονται μόνον 3,5 δισ. ευρώ. Αξίζει να θυμίσουμε και να αναφέρουμε συνοπτικά τί νούμερα έδιναν μέχρι και το πρωί της Παρασκευής οι κορυφαίοι επενδυτικοί οίκοι.
Η Goldman Sachs είχε υπολογίσει πως συνολικά οι ανάγκες κεφαλαίων των τραπεζών της Ευρώπης θα άγγιζαν τα 38 δισ. ευρώ (49 δισ. δολάρια).
Η Societe Generale τοποθετούσε την συνολική ανάγκη κεφαλαιοποίησης των ευρω-τραπεζών στα 30 δισ. ευρώ. Η επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου, κα Michala Μarcussen, είχε πει την περασμένη εβδομάδα πως τα stress tests της S.G. έδειξαν πως οι τράπεζες θα πρέπει να διαγράψουν 175-250 δισ. ευρώ σε περίπτωση κρίσης.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank, 60 ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειάζονταν να αντλήσουν συνολικά 24 δισ. ευρώ σε ένα μέτριο σενάριο, και 83 δισ. ευρώ σε ένα πιο δυσμενές σενάριο, ανάλογο αυτού της κατάρρευσης της Lehman Brothers.
Σύμφωνα με τη Nomura, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα αναγκάζονταν να βγουν στην αγορά για να αντλήσουν 75 δισ. ευρώ. Όπως είχε πει, στην καλύτερη θέση, κεφαλαιακά, αναμενόταν να βρεθούν οι ελβετικές, οι βρετανικές και η σκανδιναβικές τράπεζες ενώ οι ελληνικές και οι ιταλικές τράπεζες, θα ήταν ανάμεσα σε αυτές με τις χειρότερες επιδόσεις στα τεστ.
Η Credit Suisse είχε υπολογίσει πως η συνολική ανάγκη κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών άγγιζε τα 90 δισ. ευρώ.
Η UBS, τονίζοντας ότι οι ισπανικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, είχε σημειώσει πως πάνω από τα 50-60 ευρώ διαμορφώνονται οι ανάγκες κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών για να μπορέσουν να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους βάση.
Η JPMorgan δηλώνει σήμερα πως τα stress tests ήταν μία "γελοιότητα" και πως 54 ευρωπαϊκές τράπεζες θα έπρεπε να είχαν αποτύχει. Η ανάγκη για νέα κεφάλαια εκτιμάται μάλιστα πως είναι τουλάχιστον εικοσαπλάσια των 3,5 δισ. ευρώ και αγγίζει τα 60 με 75 δισ. ευρώ.
Tα stress tests απέτυχαν λοιπόν παταγωδώς:
Απέτυχαν στο μέτωπο της σοβαρότητας, καθώς το σενάριο της ύφεσης, το ότι έλαβαν υπόψη τις πιθανές ζημίες μόνο από τα κρατικά ομόλογα στα οποία έκαναν trading οι τράπεζες και όχι σε αυτά που έχουν στην κατοχή τους έως τη λήξη τους, η χρήση του Tier 1 ως δείκτη και όχι του Core Tier 1, και άλλα πολλά , αποδεικνύονται μία απογοήτευση.
Επίσης, απέτυχαν στο μέτωπο των συνολικών αναγκών κεφαλαίων και τέλος απέτυχαν και στο μέτωπο της ορατότητας. Αν η CEBS είχε σκοπό να ενισχύσει την ορατότητα στην αγορά γύρω από τους ισολογισμούς των τραπεζών, τότε η είδηση που "έσκασε" ότι οι 6 από τις 14 γερμανικές τράπεζες που συμμετείχαν (Deutsche Bank, η Postbank, η Hypo Real Estate, η DZ, η WGZ και η Landesbank Berlin) δεν δημοσιοποίησαν, όπως αναμενόταν, τα αποτελέσματα των stress tests από το δυσμενές σενάριο (αν και η Postbank δημοσιοποίησε κάποιες πληροφορίες χθες), σίγουρα δεν προσθέτει βαθμούς αξιοπιστίας στα tests".
Σχετικά με το ίδιο θέμα, διαβάζουμε στην "Ναυτεμπορική":
"Τα χαμένα στοιχήματα
Οσοι επιμένουν ακόμη και μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των τραπεζικών stress test να μιλάνε για «χαλαρές διαδικασίες που δεν έχουν πείσει τις αγορές», εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: είτε είχαν «στοιχηματίσει» επενδυτικά χτίζοντας τις κατάλληλες θέσεις σε ένα σενάριο γενικής και ειδικής καταστροφής, το οποίο τώρα βλέπουν να απομακρύνεται και μαζί τα πιθανά κέρδη τους, είτε απλώς επαναλαμβάνουν μηχανικά και χωρίς εμφανή ικανότητα ανάλυσης και επιλογής τις «κραυγές» των πρώτων, απλώς και μόνο για να εκφράσουν την «άποψη της αγοράς». Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, οι εντυπώσεις που προκαλούνται θυμίζουν τις πρόσφατες προσπάθειες που έγιναν σε διάφορα επίπεδα, με στόχο να οδηγήσουν την Ελλάδα σε άμεση πτώχευση και να ικανοποιηθούν έτσι τα «στοιχήματα» κάποιων από την αγορά.
Το γεγονός ότι ένα μέρος των συναλλασσομένων σε μια αγορά αναπτύσσει κάποιες συγκεκριμένες εκτιμήσεις, δεν συνεπάγεται ότι αυτές πρέπει οπωσδήποτε να ταυτίζονται με την πραγματικότητα.
Αλλωστε, κάθε αγορά, για να υπάρχει, χρειάζεται αντικρουόμενες προσδοκίες. Δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει καμία οργανωμένη συναλλακτική δραστηριότητα, όταν για παράδειγμα όλοι θέλουν να πουλήσουν και κανείς να αγοράσει. Συναλλαγές πραγματοποιούνται, όταν υπάρχουν επενδυτές με αντίθετες προσδοκίες για την πορεία των τιμών μιας αξίας. Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε και στην περίπτωση των εκτιμήσεων για τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής στις τράπεζες.
Απέναντι σε αυτούς που προσπαθούν να υποβιβάσουν τη σημασία των τεστ, βρίσκονται κάποιοι που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα αποτελέσματα, τα οποία, ανεξαρτήτως του αν ήταν προϊόν και πολιτικών διαβουλεύσεων, αποτελούν συγκεκριμένα δεδομένα αξιολόγησης από επίσημους ευρωπαϊκούς φορείς. Και τα δεδομένα αυτά πιστοποιούν την υγεία των εγχώριων τραπεζών.
Με βάση αυτήν την προσέγγιση, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βγαίνει κερδισμένο από τη διαδικασία της δοκιμασίας. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλων θετικών στοιχείων για την πορεία της οικονομίας, τα οποία χτίζουν σταδιακά μια καλύτερη συνολική εικόνα και το λιγότερο που έχουμε να αναμένουμε είναι μια βελτίωση του οικονομικού κλίματος, που ενδεχομένως να οδηγήσει και σε μια ουσιαστική στροφή".
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θα προβεί σε νέο test των Ελληνικών τραπεζών τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2010.
Η σημασία (και η προβλεπτική ικανότητα) των stress tests
Nα θυμίσουμε ότι το 2009 η ΤτΕ πραγματοποίησε stress tests στις ελληνικές τράπεζες.
Το 2009 είχε λάβει τις εξής παραμέτρους υπόψη ώστε να καταλήξει στα συμπεράσματα που είχε εξάγει εκείνη την περίοδο (ότι δηλαδή οι τράπεζες είναι θωρακισμένες αλλά θα χρειασθούν αύξηση κεφαλαίου):
1)Μείωση του ΑΕΠ για περίοδο 2 ετών κατά 3%
2)Άνοδο του ποσοστού ανεργίας κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες
3)Μετατόπιση της καμπύλης αποδόσεων προς τα άνω κατά 300 μονάδες βάσης.
4)Υποτίμηση του ευρώ έναντι των βασικών νομισμάτων κατά 30%
5)Υποχώρηση των τιμών των μετοχών στο ΧΑΑ κατά 40%
6)Αύξηση του περιθωρίου του 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού κατά 450 μονάδες βάσης.
7)Για τις ανάγκες της άσκησης θεωρήθηκε επίσης καθ’ υπόθεση ότι τα κέρδη προ φόρων και προβλέψεων θα υποχωρήσουν κατά 15% το 2009 έναντι του 2008, ενώ εν συνεχεία θα αυξηθούν το 2010 κατά 10%.
Μετά από 14 μήνες, τα σενάρια επιβεβαιώθηκαν, καθώς:
- Το ΑΕΠ μειώθηκε στο διάστημα 2010 με 2011 πάνω από 3% με όρους διετίας.
- Η ανεργία έχει αυξηθεί με προοπτική να φθάσει στο 15% δηλαδή άνοδος περίπου 5 μονάδων
Το ευρώ έχει διολισθήσει 22%, η αύξηση των spreads είναι 600 μονάδες βάσης
- το ΧΑΑ υποχώρησε κατά περίπου 44% .