Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές-σχολιαστές, το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι (εν πολλοίς ή εξ' ολοκλήρου) υπεύθυνο για τα δικά μας ελλείμματα. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε (σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές) η Γερμανία να ακολουθήσει πολιτικές "ανάπτυξης" και όχι να προβαίνει σε περιοριστικές πολιτικές (να θυμήσω ότι τα μέτρα που προτείνει η κ. Merkel για την Γερμανία αφορούν σε περικόπές κατά 85 δις ευρώ μέχρι το 2014: 11,1 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2011, 17,1 δισ το 2012, 25,7 δις το 2013 και 32,4 δις το 2014.).
Θα ήθελα να προβούμε, στο μέλλον, σε ορισμένες θεωρητικές επεκτάσεις επί του θέματος (με μια επισήμανση: το διεθνές εμπορίο δεν είναι παίγνιο μηδενικού αποτλέσματος!). Προς το παρόν, διαβάζουμε στο "Βήμα":
"«Oι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν βρει πρόσφορο έδαφος στη Γερμανία,ελπίζουμε να γίνει το ίδιο και με τις γερμανικές επιχειρήσεις στην Κίνα» δήλωσε η Ανγκελα Μέρκελ λίγο προτού ολοκληρώσει την επίσκεψή της στο Πεκίνο πριν από μία εβδομάδα. Προηγουμένως είχε υπογράψει από κοινού με τον κινέζο πρωθυπουργό Γουέν Ζιαμπάο δεκάδες συμφωνίες συνεργασίας οικονομικού ενδιαφέροντος. Μεταξύ άλλων η Siemens έλαβε παραγγελία για την προμήθεια τρένων αξίας 2,2 δισ. ευρώ. Οι Κινέζοι φαίνεται ότι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην αποκάλυψη του γερμανικού περιοδικού «Spiegel» ότι οι αμαξοστοιχίες που κατασκευάζει η εταιρεία δεν αντέχουν τη ζέστη καθώς τα κλιματιστικά συστήματα με τα οποία είναι εξοπλισμένες δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε υψηλές θερμοκρασίες.
Η συνεργασία της γερμανικής εταιρείας με την Shanghai Εlectric θα επεκταθεί και στην παροχή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών των δύο χωρών ξεπέρασε τα 90 δισ. δολάρια το 2009, όμως η επίσκεψη της γερμανίδας καγκελαρίου είχε σκοπό να επαναφέρει τη μεταξύ τους ισορροπία.
Οι εξαγωγές της Κίνας προς τη Γερμανία έφτασαν τα 55 δισ. δολάρια την περασμένη χρονιά ενώ η αξία των γερμανικών προϊόντων τα οποία εξήχθησαν στην ασιατική χώρα δεν ξεπέρασε τα 36 δισ. δολάρια.
Η επιχείρηση προώθησης γερμανικών προϊόντων είχε ξεκινήσει από τη Ρωσία. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ κάλεσε τη Μέρκελ να βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό της ρωσικής βιομηχανίας. Εκείνη ανταποκρίθηκε αλλά έθεσε όρους. «Είναι σχεδόν άρρηκτοι οι δεσμοί μεταξύ του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας» ανέφερε χαρακτηριστικά. Και αφού ο ρώσος ηγέτης συμφώνησε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η αχίλλειος πτέρνα της χώρας του, προχώρησαν στην «ουσία». Το σχέδιο εκσυγχρονισμού της ρωσικής βιομηχανίας αφορά τις πεπαλαιωμένες υποδομές της χώρας όπως οδικές αρτηρίες, σιδηροδρόμους, αεροδρόμια και λιμάνια. Εξίσου σημαντική όσο και η απαραίτητη είναι για τη Ρωσία η εισαγωγή γερμανικής τεχνογνωσίας προκειμένου να δημιουργηθεί η «ρωσική Silicon Valley».
Στην Ελλάδα η κύρια ερώτηση είναι "τί κέρδισε η Siemens από την Ελλάδα". Προφανώς, η Siemens (και οι υπόλοιπες Γερμανικές επιχειρήσεις) κάτι έχει να κερδίσει και από την Κίνα. Αυτό που όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ως ερώτηση είναι "τί έχει να κερδισει η Κίνα από την Siemens". Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι κάθε συναλλαγή είναι πρόθυμη και εκούσια, άρα και τα δύο μέρη έχουν να κερδίσουν κάτι. Κοινώς, το ζήτημα είναι τί πουλά η Siemens (και, ευρύτερα, τί πουλά η Γερμανία) και, φυσικά, με ποιούς όρους το πουλά. Εάν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, μπορούμε να βρούμε τις αιτίες του πλεονάσματος. Οι οποίες αιτίες δεν γίνεται να περιορίζονται μόνο στο κοινωνικό dumping της Γερμανίας (επιχείρημα άστοχο, εάν συγκρίνουμε το κοινωνικό dumping της Γερμανίας με το ευρύτερο dumping της Κίνας). Ως εκ τούτου, η συζήτηση γυρίζει και πάλι προς την έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και όλα τα συμπαρομρτούντα (κυρίως για την Ελληνική οικονομία).
Για το ζήτημα της Γερμανίας διαβάζουμε και στα επόμενα άρθρα του "Βήματος":
"Κάνε μπίζνες, όχι... πόλεμο
ΜΗΠΩΣ είναι οι Γερμανοί που ζουν εις βάρος των άλλων; Αυτό το προκλητικό για τους αναγνώστες του ερώτημα απηύθυνε σε πρόσφατο άρθρο του το έγκυρο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel». Και όσο αξιοθαύμαστη είναι η τόλμη του γερμανικού εντύπου άλλο τόσο καίριο είναι το ίδιο το ζήτημα που έθεσαν οι συντάκτες του. Η γερμανική βιομηχανία συγκεντρώνει επί δεκαετίες τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων- και όχι μόνο- καταναλωτών για την ποιότητα των προϊόντων της. Από τις οικιακές συσκευές ως τα οχήματα βαρέως τύπου, το σύνολο των προϊόντων «made in Germany» φημίζεται για την αντοχή του στον χρόνο και για την εξαιρετική σχέση τιμής- ποιότητας. Η ποιότητα παραμένει, μόνο που η «τιμή» της γερμανικής βιομηχανίας μοιάζει να έχει ξεθωριάσει. Σήμερα η Γερμανία συνιστά για τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ενωση ένα κακομαθημένο παιδί. Εναν παίκτη που δεν σέβεται τους κανόνες. Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης υπέστη σοβαρό πλήγμα- όπως σχεδόν το σύνολο των οικονομιών του πλανήτηαπό την πρόσφατη οικονομική κρίση, μόνο που τώρα η ίδια ανακάμπτει εξάγοντας όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρέη στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Ζει δηλαδή χάρη στο εμπορικό της πλεόνασμα το οποίο μεταφράζεται σε έλλειμμα για τις χώρες που εισάγουν γερμανικά προϊόντα. Το χειρότερο είναι ότι την ίδια στιγμή τις εγκαλεί για δημοσιονομική εκτροπή και τις θέτει υπό την εποπτεία της προκειμένου να επανέλθουν «στον ίσιο δρόμο».
Μια μικρή ομάδα οικονομολόγων συνεπικουρούμενη από λιγοστούς πολιτικούς- προκειμένου να τηρούνται και τα προσχήματα- θα αποφασίζει και θα επιβάλλει τα προσήκοντα μέτρα σε όσα κράτη δεν είναι ανταγωνιστικά, παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας ή απλώς δεν συμβαδίζουν με τις κρατούσες αντιλήψεις πολιτικής οικονομίας. Κάπως έτσι φαντάζεται η γερμανίδα καγκελάριος την ανεξάρτητη αρχή που θα εποπτεύει τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η οντότητα που δεν θα υπόκειται σε κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο ή περιορισμό έστω από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει όνομα- Κλαμπ του Βερολίνου- αλλά ευτυχώς βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό υβρίδιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του G7 και των οίκων αξιολόγησης. Το Κλαμπ του Βερολίνου θα μοιάζει με όλους αυτούς τους οργανισμούς αλλά θα είναι ακόμη πιο ισχυρός από αυτούς καθώς, όπως αποκαλύπτει το «Spiegel», θα επιβάλλεται κατά περίπτωση και «εφόσον απαιτείται» ακόμη και ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας. Στην πραγματικότητα τα κράτη που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης ή θεωρούνται αναξιόπιστοι οφειλέτες θα τίθενται υπό πλήρη κηδεμονία, όπως ακριβώς προβλέπει το πτωχευτικό δίκαιο για τις προβληματικές επιχειρήσεις.
Λίγη λιτότητα δεν βλάπτει
Αυτά αποκαλύφθηκαν λίγες μέρες πριν. Αλλά την ίδια στιγμή που η Ανγκελα Μέρκελ επεξεργάζεται κανόνες πειθαρχίας για λογαριασμό των υπόλοιπων Ευρωπαίων, αποκρούει τα επικριτικά σχόλια λέγοντας: «Καθένας με τον τρόπο του». Ετσι απάντησε την περασμένη εβδομάδα σε συνέντευξη Τύπου όταν κάποιος δημοσιογράφος τής θύμισε ότι με τα μέτρα λιτότητας που έχει υιοθετήσει προκαλεί την μήνιν των υπολοίπων εταίρων της εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βέβαια δεν εξήγησε ακριβώς πώς μπορεί μια χώρα που ζει από τις εξαγωγές της να επιβάλλει συγχρόνως λιτότητα στις χώρες από τις οποίες περιμένει να καταναλώσουν τα αγαθά που η Γερμανία εξάγει. Κάνοντας έναν ελιγμό και αντιστρέφοντας το ερώτημα η γερμανίδα καγκελάριος τόνισε ότι με τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που επιβάλλει η Γερμανία στο εσωτερικό της δεν θέλει απλώς να δώσει το καλό παράδειγμα. Τόσο η ίδια όσο και ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ισχυρίζονται ότι «δεν βλάπτει και λίγη λιτότητα». Σύμφωνα με αυτό το δόγμα η μείωση του γερμανικού δημοσιονομικού ελλείμματος είναι απαραίτητη προκειμένου να νιώσουν οι Γερμανοί πιο σίγουροι για την οικονομική ευρωστία της χώρας τους. Οταν το γερμανικό έλλειμμα μειωθεί τότε θα τονωθεί η οικονομία και οι Γερμανοί θα καταναλώσουν και πάλι. Αυτό όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει προς το παρόν. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα.
Οπως βεβαιώνουν τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα ο Οργανισμός Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ΑCΕΑ) η ζήτηση γερμανικών προϊόντων στη χώρα κατασκευής τους έχει μειωθεί σημαντικά τους τελευταίους έξι μήνες. Το γεγονός δεν μοιάζει καθόλου παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι οι ίδιες οι γερμανικές επιχειρήσεις «σκάβουν τον λάκκο τους» διατηρώντας σε πολύ χαμηλά επίπεδα τους μισθούς των εργαζομένων τους. Πρόκειται για μια εξόχως κοντόφθαλμη πολιτική η οποία στηρίζεται στη συνεχή οικονομική μεγέθυνση και αύξηση των εξαγωγών. Ομως το εμπορικό πλεόνασμα μιας χώρας συνεπάγεται αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για πολλές άλλες. Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί ζουν για να παράγουν και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι ζουν για να καταναλώνουν. Για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο οι Γερμανοί που ζουν από τα ελλείμματα των υπολοίπων οικονομιών. Μαζί με τη Γερμανία, η Κίνα και η Ιαπωνία είναι οι χώρες που τροφοδοτούν τις οικονομίες τους κυρίως με την καταναλωτική ζήτηση των τρίτων χωρών. Γερμανικής προέλευσης αλλά όχι κατασκευής
Η ιδιαιτερότητα της Γερμανίας έγκειται τόσο στην επιμονή της να κρατά χαμηλά την εγχώρια ζήτηση (μέσω των χαμηλών μισθών) όσο και στη σταθερή επιδίωξή της να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες πειθαρχίας στους άλλους. Οι 16 χώρες-μέλη του ευρώ έχουν ασφαλώς συμφωνήσει σε κάποιους κοινούς κανόνες προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Τους οποίους θα πρέπει κατά συνέπεια να τηρούν. Μόνο που η Γερμανία «θυμάται» το κοινό συμφέρον μόνο όταν πρόκειται για τη νομισματική πολιτική ενώ συνεχίζει να ακολουθεί μοναχικό δρόμο ως προς την αναπτυξιακή πολιτική. Είναι κοινή η διαπίστωση των οικονομολόγων ότι το ισχυρό ευρώ ενισχύει αποκλειστικά την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων.
Δεν είναι όμως μόνον αυτά τα μυστικά της επιτυχίας του γερμανικού θαύματος. Η Γερμανία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία ως εξαγωγική χώρα μεταξύ των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης χάρη και στη μετεγκατάσταση των εμβληματικών της επιχειρήσεων. Τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι αποκαλυπτικά. Το 45% των εξαγόμενων προϊόντων κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εκτός συνόρων. Τα στατιστικά δεν είναι επικαιροποιημένα (το προαναφερόμενο ποσοστό αφορά το 2006) καθώς η υπηρεσία σταμάτησε να προσμετρά την παράμετρο των εξαγωγών επικαλούμενη φόρτο εργασίας.
Ωστόσο είναι γνωστό ότι πολλά από τα Cayenne δεν κατασκευάζονται αλλά απλώς συναρμολογούνται στις εγκαταστάσεις της Ρorsche στη Λειψία. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με άλλα μοντέλα του ομίλου VW τα οποία παράγονται στη Σλοβακία, στο Βέλγιο ή στο Μεξικό. Συνεπώς κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα εξαγώγιμα προϊόντα της Γερμανίας είναι... εισαγόμενα".
"«Μπουμ» για τα όπλα made in Germany
ΒΕΡΟΛΙΝΟ Η Γερμανία διπλασίασε τα τελευταία πέντε χρόνια τις εξαγωγές όπλων. Σήμερα καταλαμβάνει, με 11% μερίδιο στις παγκόσμιες αγορές, την τρίτη θέση των εξαγωγικών χωρών στον κόσμο - πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (30%) και τη Ρωσία (23%). Και σε αυτό συνέβαλε πριν από όλα η πώληση υποβρυχίων (φωτογραφία) και αρμάτων μάχης, μεγάλο μέρος εκ των οποίων αγοράστηκε από την Ελλάδα. Αυτό αναφέρεται στη φετινή έκθεση του ινστιτούτου έρευνας για την ειρήνη Sipri (Stockholm Ιnternational Ρeace Research Ιnstitute) στη Στοκχόλμη. Στο διάστημα 2000-2004 το γερμανικό μερίδιο στην πώληση όπλων δεν υπερέβαινε το 6%. Σύμφωνα με το Sipri, το 44% των γερμανικών εξαγωγών συνίσταται από πολεμικά σκάφη και το 27% από άρματα μάχης. Ο μεγαλύτερος εισαγωγέας, με 14%, είναι η Τουρκία ακολουθούμενη από την Ελλάδα (13%).
Το «μπουμ» αυτό έχει προκαλέσει ανησυχίες στην αντιπολίτευση. Οι νέοι αριθμοί δείχνουν « ότι χρειαζόμαστε πολύ πιο ισχυρό έλεγχο των εξοπλισμών και αυστηρότερα κριτήρια για την εξαγωγή όπλων » δήλωσε η πρόεδρος των Πρασίνων Κλαούντια Ροτ. Και ο έλεγχος αυτός, πρόσθεσε, πρέπει να ασκείται σε πρώτη γραμμή από το κοινοβούλιο.
Ακόμη πιο δραστικά λόγια βρήκε ο βουλευτής του κόμματος Αριστερά Γιαν βαν Ακεν. « Πρόκειται για ανατριχιαστικό φαινόμενο» είπε. « Δεν επιτρέπεται να διατηρούμε θέσεις εργασίας που στηρίζονται στον θάνατο άλλων ανθρώπων . Τέτοιες εξαγωγές πρέπει να απαγορευθούν ».
Λιγότερο επικριτικός, αντίθετα, ήταν ο εκπρόσω- πος των Σοσιαλδημοκρατών σε στρατιωτικά θέματα Ράινερ Αρνολντ. « Δεν βρίσκω τίποτε το μεμπτό, αν οι γερμανικές εταιρείες προμηθεύουν όπλα στους νατοϊκούς εταίρους » είπε. Ο έλεγχος πρέπει να στραφεί προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ιδίως τις αραβικές. Πάντως, πρόσθεσε, « με τα όπλα που στέλνουμε εκεί, θέλουμε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ».
Ο τζίρος στην παγκόσμια αγορά όπλων, σύμφωνα με το Sipri, αυξήθηκε κατά 22% τα τελευταία πέντε χρόνια. Το «χιτ» είναι τα μαχητικά αεροσκάφη υψηλής τεχνολογίας, που είναι και τα ακριβότερα. « Κράτηπου έχουν οικονομικά αποθέματαέχουν κάνει μεγάλες παραγγελίες.Η αντίδραση των αντιπάλων τους στην περιοχή ήταν να κάνουν επίσης παρόμοιες αγορές » αναφέρεται στην έκθεση. Η σπείρα των εξοπλισμών αυξάνεται λοιπόν και τίποτε δεν φαίνεται να της βάζει φρένο, ούτε καν η παγκόσμια οικονομική κρίση.