"Μείωση παραγγελιών στη βιομηχανία, καθώς η εσωτερική ζήτηση υποχωρεί
Τις πιέσεις που δέχεται η βιομηχανία δείχνουν τα στοιχεία για τον τζίρο και τον όγκο πωλήσεων του Μαΐου. Ο τζίρος αυξήθηκε κατά 13,6% σε σχέση με τον ίδιο περυσινό μήνα. Ομως, οι νέες παραγγελίες υποχώρησαν κατά 1,5% προμηνύοντας αρνητικές εξελίξεις για τη μελλοντική παραγωγή των ελληνικών βιομηχανιών.
Η σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών αποδίδεται κυρίως στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου και των μεταλλευμάτων. Yπενθυμίζεται ότι η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε τον Μάιο για 24ο συνεχόμενο μήνα, κατά 4,9%.
Από τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η πτώση των νέων παραγγελιών τον Μάιο -έπειτα από δύο μήνες αύξησης- αποδίδεται στην κάμψη των παραγγελιών που έγιναν από την εγχώρια αγορά (16,2%), αφού από την εξωτερική αγορά οι παραγγελίες αυξήθηκαν κατά 25%.
Αυτό σημαίνει ότι τα προϊόντα που πούλησαν οι ελληνικές βιομηχανίες στην εσωτερική αγορά ήταν πολύ λιγότερα από ό, τι στο εξωτερικό και είναι ενδεικτικό της μείωσης της εγχώριας κατανάλωσης, αλλά και της μελλοντικής αρνητικής της εξέλιξης.
Η μεγαλύτερη μείωση σε παραγγελίες καταγράφηκε στα κεφαλαιουχικά αγαθά (36,9%).
Κατά 19,8% υποχώρησαν οι παραγγελίες στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ενώ αύξηση 11,1% παρουσίασαν οι παραγγελίες στα ενεργειακά αγαθά εξαιτίας της αύξησης των τιμών τους.
Την ίδια ώρα, ο τζίρος των ελληνικών βιομηχανιών αυξανόταν. Τον Μάιο του 2010, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2009, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 13,6%. Η άνοδος αυτή προήλθε από την αύξηση του τζίρου των ορυχείων - λατομείων κατά 26% και από την άνοδο κατά 13,4% του τζίρου των μεταποιητικών βιομηχανιών.
Ομως, η βάση των ανοδικών αυτών τάσεων είναι οι αυξήσεις στις τιμές των μεταλλευμάτων και του πετρελαίου. Ο κύκλος εργασιών στην εξόρυξη μεταλλούχων μεταλλευμάτων αυξήθηκε κατά 74,9%, ενώ στην παραγωγή πετρελαίου και άνθρακα κατά 54,4%. Οι εξελίξεις αυτές στην ελληνική βιομηχανία (με την πτώση της παραγωγής και των παραγγελιών) δείχνουν ότι η ύφεση που διανύει ο κλάδος δεν έχει περάσει και δημιουργούν έντονες ανησυχίες για νέες απώλειες θέσεων εργασίας, αλλά και για ένταση των αρνητικών επιπτώσεων της βιομηχανίας στην διαμόρφωση του ΑΕΠ".
Η επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη, ο δείκτης νέων παραγγελιών βιομηχανίας, η μεταβολή των αποθεμάτων, οι προσδοκίες απασχόλησης, η ποσότητα προσφερόμενου χρήματος (Μ2, Μ3), αποτελούν πρόδρομους δείκτες. Πρόδρομοι δείκτες (ή αλλιώς "προπορευόμενοι δείκτες" - leading indicators) ονομάζονται οι δείκτες που "προβλέπουν" την μελλοντική εξέλιξη της οικονομίας, καταδεικνύοντας την επικρατούσα τάση της οικονομικής δραστηριότητας. Ονομάζονται "πρόδρομοι" διότι η μεταβολή τους προηγείται της μεταβολής του ΑΕΠ. Με την χρήση των πρόδρομων δεικτών έχουμε την δυνατότητα να αξιολογήσουμε σε ποιό στάδιο του οικονομικού κύκλου θα βρεθεί η οικονομία. Τα αποτελέσματα των πρόδρομων δεικτών επικυρώνονται από τους δείκτες χρονικής υστέρησης (lagging indicators), οι οποίοι μεταβάλλονται αφού έχει μεταβληθεί η οικνομική δρασηριότητα (π.χ., η μεταβολή του ΑΕΠ).
Ο κυριότερος πρόδρομος δείκτης είναι ο δείκτης Composite Leading Indicator (CLI) του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΑΣΑ) (Organisation for Economic Co-operation and Development - OECD), τα στοιχεία του οποίου μπορούμε να βρούμε στο http://www.oecd.org/std/cli (αν και δεν το κρίνω απαραίτητο).
Για το ίδιο θέμα (την πορεία των οικονομιών), γράφει ο κ. Τάσος Μαντικίδης στο "Βήμα":
"Η ανάκαμψη και οι οιωνοί
Την ώρα που πολλές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου εξωθούνται σε προϋπολογισμούς λιτότητας, οι φόβοι αναφορικά με τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης του ιδιωτικού τομέα, αλλά ακόμη και της «διπλής βύθισης» της παγκόσμιας οικονομίας, επανήλθαν προσφάτως στο προσκήνιο, παίζοντας τον δικό τους ρόλο και στην πορεία των αγορών.
Η πορεία που ακολουθούν οι πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες τους τελευταίους μήνες υποδηλώνει εξάλλου ότι η αύξηση της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο πιθανόν είναι να φθάσει το επόμενο διάστημα στα ανώτατα σημεία της, ενώ οι οικονομολόγοι ανησυχούν για τυχόν παγίδες του δημοσιονομικού χρέους, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και σχεδόν σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Από την άλλη πλευρά, ενώ οι οι επενδυτές δυσανασχετούν με τα ανώτατα σημεία όπου έφθασαν οι πρόδρομοι δείκτες, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν έχουν γίνει ακόμη ορατά τα θετικά αποτελέσματα που θα έχει σε δημοσιονομικό επίπεδο η αναθέρμανση των εσόδων από τους φόρους. Οταν συμβεί αυτό, λογικά θα κατευνάσει εν μέρει τις ανησυχίες των επενδυτών, ενώ οι αγορές θα παραμείνουν ασταθείς βραχυχρόνια, ωσότου τουλάχιστον σταθεροποιηθεί το ζήτημα της ανάπτυξης. Αυτοί λοιπόν που βλέπουν το ποτήρι «μισογεμάτο» διατηρούν τη σχετική εμπιστοσύνη τους στις μετοχές, βασιζόμενοι σε μια βελτιούμενη προοπτική για την ανάπτυξη, το χαμηλό πληθωριστικό περιβάλλον, τη διατήρηση της αυξητικής πορείας της κερδοφορίας, τη χαλαρή νομισματική πολιτική και τις ευνοϊκές αποτιμήσεις των μετοχών.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα μέτρα λιτότητας, υποστηρίζουν, θα οδηγήσουν σε μείωση της εξάρτησης των οικονομιών από τον δημόσιο τομέα, γεγονός το οποίο αναγκαστικά θα σημάνει αύξηση των προσδοκιών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ αναμένεται να ενισχυθεί και η ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτοί που βλέπουν το ποτήρι «μισοάδειο» αντιθέτως, επισημαίνουν τα κακά μαντάτα από το μέτωπο της οικονομίας, καθώς και τις ενδείξεις ότι οι νομισματικές συνθήκες εμφανίζονται πια λιγότερο ευνοϊκές. Καθώς μάλιστα οι δυνατότητες που παρέχονται στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής έχουν σχεδόν εξαντληθεί, η ανάκαμψη ενδέχεται να χάσει το επόμενο διάστημα τη δυναμική της.
Τα πράγματα δείχνουν ότι η πορεία των αγορών θα είναι άμεσα συναρτώμενη από την εικόνα των κρατικών χρεών, της σύσφιγξης/ επιβράδυνσης της Κίνας, του όποιου νέου ρυθμιστικού πλαισίου για τον χρηματοοικονομικό κλάδο και κυρίως από την τύχη της πορείας της ανάκαμψης των οικονομιών, καθώς ορισμένα σημάδια επιβράδυνσης που παρατηρούνται, δεν θεωρούνται σήμερα καλή οιωνοί".