"Επιχείρηση αναγέννησης της κερδοφορίας
Τον τρόπο με τον οποίο θα ξαναγεννηθούν τα κέρδη τους αναζητούν οι βαθιά πληγωμένοι από την κρίση της ελληνικής οικονομίας τραπεζίτες. Και επιχειρούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες εξαγορών, αναστρέφοντας παράλληλα το αρνητικό κλίμα σε οικονομία και χρηματιστήριο.
Πρώτος στη θέση της εκκίνησης άνοιξε το παιχνίδι ο Μιχάλης Σάλλας της Τράπεζας Πειραιώς, ο άνθρωπος των ντιλ στις καλές αλλά και τις κακές ημέρες, ο οποίος θα τρέξει μαζί με άλλους συναδέλφους τον μαραθώνιο της συγκέντρωσης του κλάδου και της αναγέννησης του κερδών. Θέλει να κάνει το πολύ δύσκολο «4 σε 1», εξαγοράζοντας μετοχές από τις τράπεζες Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και κατ' επέκταση την Τ-Bank, δηλαδή την πρώην Ασπίς, την οποία διέσωσε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Ο κλάδος που ακολούθησε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90, κατά τη διάρκεια της σύγκλισης για να επιτευχθεί ο στόχος της ΟΝΕ το 2001, όταν επωφελούμενος από τα χαμηλά επιτόκια και την απελευθέρωση της πιστωτικής πίστης εισήλθε σε έναν φαινομενικά κύκλο αέναης αυτοτροφοδούμενης κίνησης, που ολοκληρώθηκε την περίοδο 2007-2008.
Οταν η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ (2001) το κόστος του χρήματος υποχώρησε σημαντικά για την Ελλάδα, με αποτέλεσμα ολοένα κα περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να δανειστούν για να αγοράσουν σπίτι ή να καταναλώσουν. Οχι για να επενδύσουν. Αυτό δημιούργησε μια ανάπτυξη μεγαλύτερη όμως από τις δυνάμεις της ίδιας της οικονομίας, καθώς ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης ξεπερνούσε το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, που στηριζόταν ακριβώς στην κατανάλωση και τον δανεισμό.
Οι τράπεζες όλα αυτά τα χρόνια κέρδιζαν δυσανάλογα μεγάλα ποσά από τα επενδεδυμένα τους κεφάλαια σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς η καθαρή απόδοση των ιδίων τους κεφαλαίων ξεπερνούσε κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τα 45 δισ. ευρώ δάνεια που είχαν χορηγηθεί στον ιδιωτικό τομέα στο τέλος του 1999, υπερδιπλασιάστηκαν σε 103,8 δισ. ευρώ το 2003. Το ποσό ξεπέρασε τα 200 δισ. ευρώ το 2007, για να φθάσει τα 249,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2008. Ηταν και η τελευταία χρονιά που η πιστωτική επέκταση διατήρησε υψηλό διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης.
Επιβράδυνση
Στη συνέχεια ακολουθεί κάθετη επιβράδυνση, με το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης να προσγειώνεται σε χαμηλό μονοψήφιο - κοντά στο μηδέν- ρυθμό. Εφέτος, το 2010, αρκετές τράπεζες σημειώνουν αρνητικό ρυθμό επέκτασης γιατί προσπαθούν να μαζέψουν πίσω τα δάνεια που έχουν δώσει, σταματώντας να δίνουν καινούρια στον ιδιωτικό τομέα.
Οι τράπεζες επωφελήθηκαν και από την αυξανόμενη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια των καταθέσεων και των χορηγήσεων. Με άλλα λόγια, το περιθώριο κέρδους μεγάλωνε και ήταν πάντα μεγαλύτερο από το μέσο όρο στις χώρες του ευρώ. Δηλαδή, ευρώ είχαν κι άλλες χώρες, ευρώ και η Ελλάδα. Αλλά ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα κέρδιζε περισσότερα απ' ό,τι στην Ευρώπη.
Τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος μιλάνε μόνα τους: το περιθώριο επιτοκίου στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2010 είναι σταθερά 1% υψηλότερο έναντι του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης, με εξαίρεση το 2008 όταν υποχώρησε στο 0,82%.
Οι κυβερνήσεις βοήθησαν σημαντικά τις τράπεζες παρέχοντας σημαντικές εκπτώσεις στη φορολογία εισοδήματος την περίοδο 2004-2007, με αποτέλεσμα ο φορολογικός συντελεστής να διαμορφωθεί στο εξαιρετικά χαμηλό 16,39% το έτος 2007. Το 2004 τα κέρδη προ φόρων των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών ήταν 1,255 δισ. ευρώ και οι φόροι 353,55 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 28,15% των κερδών προ φόρων. Το 2007 κορυφώνεται η άνοδος των κερδών, καθώς αυξάνονται κατά 15% και φθάνουν σε αριθμό-ρεκόρ, προσεγγίζοντας τα 3 δισ. ευρώ. Ομως οι φόροι αυξάνονται μόνο 4,79%, με αποτέλεσμα ως ποσοστό των κερδών προ φόρων να είναι μόλις 16,39%.
Τέλος, το 2008 που αρχίζει η κάτω βόλτα των τραπεζικών κερδών, λόγω της πιστωτικής κρίσης, τα κέρδη μειώνονται 52%, στα 1,428 δισ. ευρώ. Οι φόροι πέφτουν κατά 46%. Στο σύνολο της πενταετίας 2004-2008 οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες παρουσίασαν κέρδη 10,204 δισ. ευρώ και πλήρωσαν φόρους 1,968 δισ. ευρώ ή το 19,29% του συνόλου των κερδών τους.
Με αφορμή το υψηλό χρέος του ελληνικού Δημοσίου και την αναξιοπιστία των προηγούμενων κυβερνήσεων το πρόβλημα πέρασε στις τράπεζες, οι οποίες είχαν μεγάλες ποσότητες ελληνικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκιά τους, οι τιμές των οποίων υποχώρησαν. Αυτή η κατάσατση πλήγωσε σοβαρά ορισμένες τράπεζες. Επίσης, σταμάτησαν να έχουν πρόσβαση στις αγορές χρήματος και δεν μπορούσαν να βρουν λεφτά.
Ετσι, τα πιστωτικά ιδρύματα έπαψαν να δίνουν δάνεια γιατί δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια και γιατί αυξήθηκαν σημαντικά οι επισφάλειες λόγω της ύφεσης. Ταυτόχρονα αύξησαν τα επιτόκια καταθέσεων, προκειμένου να συγκρατήσουν τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Το κόστος δανεισμού ανέβηκε σημαντικά και χρηματοδοτούν τις εργασίες τους μόνο μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που τους παρέχει ρευστότητα".
Περιμένω δική σας ανάλυση επί του φαινομένου των συγχωνεύσεων-εξαγορών. Τί μπορεί να προσφέρουν σε μιαν οικονομία; Πότε υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες υλοποίησης; Με ποιόν τρόπο συνδέονται με τις οικονομίες κλίμακος και τις αποδόσεις κλίμακος; Πώς διαφοροποιούν το κόστος των επιχειρήσεων στον βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμό ορίζοντα;