Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Συνθήκες εργασίας στην Κίνα

Οπως διαβάζουμε στα "Νέα":

"Το κινέζικο μαρτύριο της εργασίας

Ενα πρωτόγνωρο κύμα απεργιών σαρώνει την Κίνα του κρατικού καπιταλισμού. Οι νεώτερες γενιές εργατών που δουλεύουν στις φάμπρικες προϊόντων Μade in China ζητούν καλύτερες συνθήκες εργασίας, αγωνίζονται για αυξήσεις στα μεροκάματα, διεκδικούν την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Τα αιτήματά τους δεν είναι κενά περιεχομένου. Στο «εργοστάσιο του κόσμου» η παραγωγή ανθεί χάρη σε έναν άγριο εργασιακό μεσαίωνα.

Στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ τα «πρακτορεία εργασίας» ζητούν από τους πελάτες τους τριάντα ευρώ για μια πρόσληψη, δύο για ένα κρεβάτι, ένα για τη μεταφορά στο εργοστάσιο, από τρία έως δέκα για να ένα ψεύτικο δίπλωμα επαγγελματικής σχολής, πέντε για το πιστοποιητικό υγείας. Μετά την πρόσληψη, ο πρώτος μισθός καταλήγει στον μεσάζοντα. Τα υπόστεγα και οι κοιτώνες ελέγχονται από την πολιτοφυλακή αυτών των πρακτορείων. Οι μονάδες είναι μοιρασμένες ανάμεσα στις πόλεις Σεζέν και Λονγκχούα και ελέγχονται από την «αμαρτωλή» Foxconn, την εταιρεία των 460.000 υπαλλήλων που προμηθεύει τις δυτικές αγορές με τηλέφωνα και υπολογιστές Αpple, Μicrosoft, Μotorola, Νokia, Sony, Dell και Εricsson και ήρθε με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα όταν μια σειρά από αυτοκτονίες εργατών προκάλεσε πολλά ερωτηματικά για τις συνθήκες εργασίας τους. Η εταιρεία προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με μια τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης, αλλά προκάλεσε τουλάχιστον θυμηδία όταν υποχρέωσε τους υπαλλήλους να υπογράφουν συμβόλαιο ότι δεν θα αυτοκτονήσουν ενώ τοποθέτησε δίχτυα κάτω από τα παράθυρα των εγκαταστάσεων. Τελικά, υπό την πίεση των πελατών και τον φόβο διεθνούς καταναλωτικού εμπάργκο, η Foxconn υποσχέθηκε αυξήσεις στους μισθούς έως 20%, ελεύθερο χρόνο στους εργάτες, κινηματογράφο και αναγνωστήριο.

Κινητοποιήσεις. Από εκείνη τη στιγμή όμως, ο ιός των εργασιακών δικαιωμάτων εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς στο «εργοστάσιο του κόσμου». Εως τότε κανένας δεν είχε σκεφτεί ότι η υποταγμένη μάζα των νέων κινέζων σκλάβων μπορούσε να εγείρει απαιτήσεις για πιο ανθρώπινη μεταχείριση και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Την περασμένη Τρίτη κατέβασαν τα ρολά του εργοστασίου της ιαπωνικής εταιρείας Μitsumi Εlectric Co με το σύνθημα «οι δουλέμποροι δεν είναι καλοδεχούμενοι». Στις 17 Μαΐου, οι εργαζόμενοι της Ηonda άρχισαν απεργία- λέξη που εμφανίζεται όλο και περισσότερο στον κινεζικό Τύπο και που ανέκαθεν ήταν συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό-, ζητώντας αυξήσεις και νέες συμβάσεις εργασίας. Τέσσερα εργοστάσια αναγκάστηκαν να διακόψουν προσωρινά την παραγωγή. Ηταν η πιο μεγάλη απεργία στην ιστορία της Κίνας και έληξε με τη δέσμευση της Ηonda για μισθολογικές αυξήσεις 35%. Στις 28 Μαΐου η λέξη απεργία έκανε και πάλι την εμφάνισή της στην καθημερινότητα των Κινέζων. Αυτή τη φορά ήταν οι 1.000 εργαζόμενοι της Βeijing Χingyu, που προμηθεύει το εργοστάσιο της Ηyundai στο Πεκίνο με σασί και ανταλλακτικά. Οι εργάτες σταμάτησαν την παραγωγή ζητώντας την επαναδιαπραγμάτευση των εργασιακών συμβάσεων. Επειτα από μερικές ημέρες κινητοποιήσεων, πέτυχαν αύξηση 15% και τη δέσμευση για επιπλέον 10% τον ερχόμενο μήνα. Ακολούθησαν οι 5.000 εργαζόμενοι εργοστασίου στην πόλη Πινγκντινγκσάν που εμπόδισαν την είσοδο απεργοσπαστών συναδέλφων τους στις εγκαταστάσεις και οι οδηγοί λεωφορείων στην Χονγκχεζχού στην επαρχία Γιουνάν με αποτέλεσμα να προκληθούν προβλήματα στις μετακινήσεις 50.000 ανθρώπων. Κάτεργο. Πώς εξηγείται αυτό το κύμα κινητοποιήσεων σε μια χώρα όπου το δικαίωμα στην απεργία είχε απαλειφθεί από το Σύνταγμά της από το 1982 με το σκεπτικό ότι δεν έχει νόημα σε ένα κομμουνιστικό σύστημα; Προφανώς από το γεγονός ότι η αλυσίδα εργοστασιακής παραγωγής αρχίζει στις 4 τα ξημερώματα και σταματά έπειτα από 20 ώρες μόνο για λόγους συντήρησης και από το γεγονός ότι εκατομμύρια νέοι άνθρωποι μεταξύ 17 και 24 ετών εργάζονται επτά ημέρες την εβδομάδα για να κερδίσουν από 90 έως 190 ευρώ τον μήνα. Οι 150 ώρες υπερωριών μηνιαίως δεν προσφέρουν παρά αύξηση μόλις έξι ευρώ την ημέρα. Η βάρδια διαρκεί τουλάχιστον ένα δεκάωρο, οι συζητήσεις απαγορεύονται την ώρα της βάρδιας και κανένας δεν ξέρει το όνομα του διπλανού του. Οι εργαζόμενοι τρώνε και κοιμούνται στις αποθήκες και τους κοιτώνες των «πρακτορείων εργασίας» και οι διακοπές είναι άγνωστη λέξη. Ξοδεύουν λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα και στέλνουν τα υπόλοιπα στο σπίτι για τα χρέη της οικογένειας.

Πολλοί από αυτούς, έπειτα από μήνες σιωπής και μοναξιάς, σχεδόν ξεχνούν να μιλούν. Κι έπειτα από πέντε- έξι χρόνια επαγγελματικής καριέρας, θεωρούνται γέροι. Αυτοί οι νέοι, εσωτερικοί μετανάστες από την επαρχία στα αστικά κέντρα, γεννήθηκαν μετά τη μετάλλαξη του προλεταριακού κομμουνισμού σε κρατικό καπιταλισμό. Η απεργία ήταν ένα φυσικό επακόλουθο.

Η απεργιακή θύελλα παρασύρει και τα επίσημα συνδικάτα, δουλειά των οποίων στην κομμουνιστική Κίνα είναι περισσότερο να επιτηρούν τους εργαζόμενους παρά να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους. Αυτό εξηγεί γιατί οι αντιδικίες μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας λαμβάνουν όλο και περισσότερο τη μορφή συλλογικών αντιπαραθέσεων και κοινής δράσης. Καθώς δεν υπάρχουν οργανώσεις ικανές να τους εκπροσωπήσουν, ούτε και αποτελεσματικοί δίαυλοι επικοινωνίας, οι εργαζόμενοι καταφεύγουν σε αυτή την έσχατη λύση για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. Ο ρόλος, ή μάλλον η απουσία ρόλου, της μοναδικής γενικής συνομοσπονδίας εργαζομένων στην Κίνα επανέφερε στο προσκήνιο την απουσία μηχανισμού εκπροσώπησης των εργαζομένων.

Οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα να εκλέγουν εκπροσώπους και θεωρούν ότι τα συνδικάτα δεν τους εκφράζουν. Στις 7 Ιουνίου, οι απεργοί της Ηonda συνέταξαν επιστολή με την οποία διεκήρυτταν την ελπίδα τους να προχωρήσουν «στη δημοκρατική εκλογή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων τους και στη δημιουργία ενός μηχανισμού συλλογικής διαπραγμάτευσης».

Θέλουν ακόμη πιο φθηνά εργατικά χέρια!

Η Κίνα σήμερα δεν είναι το πιο επιθυμητό «εργοστάσιο του κόσμου». Πολλές επιχειρήσεις στρέφονται πλέον στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Στα μέσα του 2008 η Αdidas, για παράδειγμα, μείωσε την παραγωγή της στην Κίνα και τη μετέφερε σε χώρες όπως το Λάος, η Καμπότζη και κάποιες ανατολικοευρωπαϊκές.

Μια μελέτη που διεξήγαγε το αμερικανικό εμπορικό επιμελητήριο στη Σαγκάη έδειξε ότι το 28% των αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Κίνα θεωρεί το κόστος ακριβό και το 8% μελετά τη μεταφορά τους στο Βιετνάμ, την Ινδία, την Ταϊλάνδη ή την Ινδονησία. Οι κινεζικές μετοικήσεις στις χώρες αυτές δεν αφορούν μόνο τις αλυσίδες παραγωγής, αλλά και τους πιο εξειδικευμένους μηχανικούς και τεχνικούς, καθώς προσφέρουν ευνοϊκό οικονομικό καθεστώς. Η σταδιακή πτώση των τελωνειακών συνόρων μεταξύ των έξι χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας διευκολύνει την ολοκλήρωση των οικονομικών σε μια ζώνη η οποία θα επιταχύνει τις μετοικήσεις. Η Κίνα θα ωφεληθεί, αλλά θα πρέπει να πληρώσει παράλληλα το τίμημα της παγκοσμιοποίησης, της οποίας είναι πάντως ο κυριότερος μοχλός.


«Ο δρόμος προς τη δημοκρατία είναι ακόμα μακρύς»

«Στην Κίνα ο δρόμος προς τη δημοκρατία είναι ακόμα μακρύς, αλλά έχουμε αρχίσει να τον διανύουμε». Αυτή την άποψη καταθέτει στην εφημερίδα «La Repubblica» η Λίγια Τσανγκ, η οποία από τα 16 χρόνια της και επί μία δεκαετία (1980-1990) δούλεψε ως εργάτρια σε ένα κρατικό εργοστάσιο κατασκευής πυραύλων. Συγγραφέας και δημοσιογράφος σήμερα, διηγήθηκε την εμπειρία της στο αυτοβιογραφικό «Ο σοσιαλισμός είναι μεγάλος!». Ο φόβος της λογοκρισίας την ανάγκασε να γράψει το βιβλίο της στα αγγλικά. Μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα, η Τσανγκ επισημαίνει ότι το κινεζικό καθεστώς έχει χαλαρώσει τον έλεγχο.

Πολλά θέματα, όμως, παραμένουν ταμπού. Στο βιβλίο της αναφέρεται στην υποχρέωση που είχαν οι εργάτριες να στέκονται κάθε μήνα σε μια ουρά προκειμένου να διαπιστώσει η «εμμηνορροϊκή αστυνομία» ότι δεν εγκυμονούσαν. Σε αντίθετη περίπτωση, έπαιρναν τον δρόμο της απόλυσης. «Σήμερα υπάρχει περισσότερη προσωπική ελευθερία. Στο εργοστάσιο δεχόμουν επικρίσεις για την εμφάνισή μου και μάθαινα αγγλικά στα κρυφά. Σήμερα, οι κοπέλες ντύνονται όπως θέλουν.

Καθένας μπορεί να επιλέξει τον τρόπο ζωής του. Βέβαια, οι Κινέζοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε ένα κλουβί. Αλλά τώρα είναι πιο μεγάλο, επειδή υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί».


Κοινωνία τριών ταχυτήτων

Oι κινέζοι εργάτες εξεγείρονται γιατί ακόμη και σε έναν κρατικό καπιταλισμό δημιουργούνται ανισότητες που δεν κρύβονται. Σε ένα από τα πιο φτωχά χωριά της Κίνας, το Τσάοζινγκ στη νοτιοδυτική περιοχή του Γκουιζχού, κρέας- από ποντίκι- τρώνε μόνο οι πιο αδύνατοι. Οι κάτοικοι ζουν με μισό δολάριο την ημέρα, το σχολείο είναι άδειο και όποιος αρρωσταίνει, πεθαίνει. Υπάρχουν μόνο υπέργηροι ή πολύ μικρά παιδιά γιατί οι υπόλοιποι άνδρες φεύγουν με την πρώτη ευκαιρία για την επαρχία Γκουάνγκντονγκ, το «εργοστάσιο του κόσμου» στον Ποταμό των Μαργαριταριών. Αυτό είναι το ένα πρόσωπο της Κίνας. Το άλλο πρόσωπο είναι οι γόνοι των αξιωματούχων του καθεστώτος που σπουδάζουν στα πιο ακριβά «κόλετζ» της Δύσης και κάνουν περιουσίες με τη βοήθεια των ισχυρών μπαμπάδων τους, οι μερικές δεκάδες δισεκατομμυριούχοι με τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα πανάκριβα λοφτ. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο πρόσωπα βρίσκονται πολλοί άλλοι. Στη σύγχρονη Κίνα δημιουργούνται πλέον τρεις τάξεις.

Στην πρώτη, 800 εκατομμύρια χωρικοί και 200 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες προσπαθούν να επιβιώσουν με 17 ευρώ τον μήνα. Στη δεύτερη, 250 εκατ. υπάλληλοι και μικροί επιχειρηματίες κερδίζουν 2.000 ευρώ τον χρόνο. Και στην τρίτη, 50 εκατομμύρια αξιωματούχοι του κόμματος και 90 δισεκατομμυριούχοι διαχειρίζονται έναν τεράστιο πλούτο. Είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα ζητήσουν να γίνει διαφορετικά η μοιρασιά".