Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ξανά για το έλλειμμα

Σημειώνει, σε άρθροτου στην "Καθημερινή"ο κ. Δημητρης Β. Παπαδημητριου (Καθηγητής Οικονομικών και πρόεδρος του Levy Economics Institute, στο Bard College της Νέας Υόρκης):

" Περικοπές και φόροι δεν μειώνουν το έλλειμμα

Κάτι σημαντικό που πρέπει να κατανοήσουμε για το ελληνικό έλλειμμα είναι ότι μεγάλο μέρος του δεν είναι διακριτικό (discretionary), αλλά μάλλον οφείλεται σε αυτόματους σταθεροποιητές. Οταν η ευρωπαϊκή οικονομία άρχισε να πέφτει σε ύφεση, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν και οι κοινωνικές δαπάνες, όπως τα επιδόματα ανεργίας, αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί το φάσμα ανάμεσα στα φορολογικά έσοδα και τις δαπάνες. Στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα μέλη της Ευρωζώνης, το δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης που παρείχε ο δημόσιος τομέας στον πληθυσμό προφανώς δέχθηκε πιέσεις λόγω της ύφεσης.

Αν η κυβέρνηση συρρικνώσει το έλλειμμά της στη διάρκεια μιας ύφεσης με περικοπές δαπανών ή αυξήσεις φόρων, η στρατηγική είναι κατά πάσα πιθανότητα καταδικασμένη να αποτύχει. Η μείωση μισθών και συντάξεων που αποφασίσθηκε με το πρόσφατο προεδρικό διάταγμα, η οποία αποτελεί μεγάλο μέρος του επιβεβλημένου από Ε.Ε./ΔΝΤ προγράμματος, καθώς και οι φορολογικές αυξήσεις, θα συρρικνώσουν το εθνικό εισόδημα και θα μειώσουν περαιτέρω τα φορολογικά έσοδα, διευρύνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το σημαντικότερο: χαμηλότερα εισοδήματα σημαίνουν χαμηλότερη ουσιαστική ζήτηση, κάτι που θα επιδεινώσει την ήδη κακή κατάσταση της απασχόλησης. Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι η ανεργία θα αυξηθεί κατά 6% ως αποτέλεσμα του πακέτου λιτότητας.

Αλλοι παρατηρητές έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η κρίση εκθέτει την ασωτία της ελληνικής κυβέρνησης και των πολιτών, οι οποίοι εναντιώνονται μάταια στη μείωση του δικτύου κοινωνικής ασφάλισης και αρνούνται να ζήσουν με τα μέσα που διαθέτουν. Διαβάζοντας τον Τύπο, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι οι Ελληνες απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στην Ευρώπη, ενώ αφήνουν στους λιτούς Γερμανούς να πληρώσουν τον λογαριασμό. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα στην Ευρώπη, πολύ χαμηλότερο από της Ευρωζώνης των 12 ή το γερμανικό. Επιπλέον, το δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μπορεί να μοιάζει πολύ γενναιόδωρο για τις ΗΠΑ, αλλά είναι πραγματικά μέτριο σε σχέση με της υπόλοιπης Ευρώπης.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα παρουσιάζει χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και έλλειμμα του εγχώριου ιδιωτικού τομέα. Από λογιστική άποψη, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας μείον το έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα ισούται με το κυβερνητικό έλλειμμα. Στη διάρκεια υφέσεων, ο ιδιωτικός τομέας μειώνει τις δαπάνες και προσπαθεί να αυξήσει την αποταμίευση. Ετσι, το κυβερνητικό ισοζύγιο αυτομάτως παρουσιάζεται ελλειμματικό καθώς υπεισέρχονται οι αυτόματοι σταθεροποιητές. Οταν οι τρέχουσες συναλλαγές παρουσιάζουν έλλειμμα, που προκύπτει από διαρροή εσόδων από τον ιδιωτικό τομέα, αυτό σημαίνει ότι αν δεν αυξηθεί αντίστοιχα το κυβερνητικό έλλειμμα, η αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα θα υποχωρήσει. Σε ό,τι αφορά το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, ο ιδιωτικός τομέας της παρουσιάζει έλλειμμα την τελευταία δεκαετία.

Χωρίς την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος, δύσκολα φανταζόμαστε πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να αυξήσει τις εξαγωγές της (ή/και να μειώσει τις εισαγωγές) ώστε να ισοσκελίσει ή να παρουσιάσει πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο, πραγματοποιώντας έτσι μια στροφή της τάξης του 10% του ΑΕΠ. Για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% ώστε να «πιάσει» το 3% που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευρωζώνης, ο ιδιωτικός τομέας (εταιρείες και νοικοκυριά) θα πρέπει να παρουσιάσει έλλειμμα 7%, αν δεν υπάρξει αλλαγή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Με άλλα λόγια, χωρίς ευρεία προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το πρόγραμμα λιτότητας μπορεί να επιτύχει μόνο αν η χώρα αντικαταστήσει τα δημόσια ελλείμματα με ιδιωτικά, και η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους με αυτό τον ρυθμό σίγουρα θα είναι μη διατηρήσιμη. Φαίνεται ότι η εξαιρετικά πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας πέτυχε ακριβώς αυτό. Τα χαμηλά επίπεδα του γερμανικού κυβερνητικού χρέους αντισταθμίστηκαν από υψηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους, σαφώς περισσότερο μη διατηρήσιμα από το δημόσιο. Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Η Ελλάδα, από την άλλη, επέτρεψε στον ιδιωτικό τομέα της να λειτουργήσει με κάπως χαμηλότερα επίπεδα χρέους καθώς το κυβερνητικό της έλλειμμα αυξήθηκε σχετικά περισσότερο. Πράγματι, οι «άσωτοι» Ελληνες έχουν λιγότερο ιδιωτικό χρέος από τους γείτονές τους. Κι αυτό τους φέρνει σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση".